According to the medical model, disability requires medical care provided by professionals. Disability, however, is not just a health problem. It’s rather a complex phenomenon which reflects the interaction between the elements of a person’s human body and the structures of the society in which this person lives. According to the social model, disability is defined by the social framework. In this sense, disability is the loss or limitation regarding an activity caused by a modern social environment (or the modern organization of the society) which ignores people with body disabilities and learning difficulties, thus excluding them from ordinary social activities.
When approaching disability within the framework of a society, we should begin with the way in which we refer to and communicate with people with disability. Language changes at a rapid pace along with our society and its norms. Since language reflects social norms and concepts, its use and the words we use should depict them. Showing respect for human rights, we must not use wrong or insulting terms which disrespect other human beings and their diversity, whichever this may be.
Whether we shall use the attribute “person with disability” or “disabled person” depends on the personal preference of the individual or the sum of individuals to which we are referring, since there is no unanimity on which style is more respectful.
The term “special” is utilized technically (e.g. in “special education”), but any further use of it, as in “special needs”, should be avoided. In this case it is used as a euphemism, in order to avoid the terms “disability” or “functionality”, as if the speaker tries to shy away from them.
We must not use offensive language or use disability-related terms pejoratively, such as “crazy”, “retard”, “incompetent”, “stupid”, “lame”, “blind”, “invalid”, in order to refer to others who –in our opinion– do something frustrating or irritating, not even as a joke. Furthermore, we must not use condescending terms, such as “people with special abilities”, or encomiastic hyperboles, such as “heroes of life”. All these undermine the effort to treat people with disability as equal members of our society.
When we want to describe people without disabilities as opposed to people with disabilities, terms like “normal”, “healthy” and “able-bodied” are not to be used. We can use the following instead: “non disabled people” or “people without disability” or “people without visible disabilities”.
The term “patient” may be used in a medical setting, but not all disabilities are illnesses. The phrase “(s)he suffers from condition x” must also be avoided, since it has a negative connotation. One should use instead: “(s)he has condition x”.
Adjectives derived from nouns, which denote disabilities, health conditions etc., (e.g. dyslexic), should be replaced by the phrase “person with …” (e.g. person with dyslexia). The reason why these adjectives should be avoided is that they describe an individual based on her/his condition alone.
The definition of blindness does not include only individuals who have complete lack of light perception, but also individuals who can perceive light and the presence of large objects such as trees or cars. The terms we use regarding visual disability are a) “blind”, if a person has total loss of vision, b) “legally blind”, if a person’s visual acuity is less than 1/20 of the normal visual acuity, even with the use of correcting lenses; this means that a legally blind person cannot perceive an object, even if it is placed one meter away, whereas a person with normal visual acuity could see the same object at a distance of 20 meters, c) “partially sighted” or “with low vision”, if a person’s visual acuity is between 1/10 and 1/20 of the normal visual acuity, even with the use of corrective lenses.
A person with total hearing loss is called “deaf”, whereas a person with partial hearing loss is called “hard of hearing” or “partially deaf”. Deaf children usually develop speech with some delay. If they have the chance, they can learn to communicate in writing, orally or by using Sign Language. The term “deaf-mute” is used in medical context to describe a deaf person who cannot produce speech. One should avoid using this term in every-day conversations, since deaf people can produce speech in some way (e.g. Sign Language), even if they are not understood by people without hearing loss.
People who cannot use their lower limbs in order to move around are called “wheelchair users”. Expressions like “confined to a wheelchair” or “wheelchair bound” should be avoided; the expression “to be bound” carries a negative connotation. A wheelchair, on the other hand, enables a person to move around and thus gain freedom and independence. Therefore, its use is inappropriate.
You can find more in:
- Labib Rahman, “Disability Language Guide”, Reviewed by the Stanford Disability Initiative Board
- Bernard Quinn, “Language and Disability: a Dare-Learning Internal Project Guide”, 2012
- “Appropriate Terms to Use”, Irish National Disability Authority
Όρος | Εξήγηση |
---|---|
Αναπηρία | Είναι ένας γενικός όρος για τις σωματικές λειτουργίες, τις σωματικές δομές, τις δραστηριότητες και τη συμμετοχή. Υποδεικνύει τις αρνητικές πλευρές της αλληλεπίδρασης μεταξύ ενός ατόμου (με κάποια κατάσταση της υγείας του) και των παραγόντων πλαισίου του ατόμου αυτού (περιβαλλοντικοί και ατομικοί παράγοντες). |
Κατάσταση της υγείας | Είναι ένας συνολικός ορισμός για τη νόσο (οξεία ή χρόνια), τη διαταραχή, την κάκωση ή το τραύμα. Η κατάσταση υγείας μπορεί να περιλαμβάνει άλλες καταστάσεις, όπως η εγκυμοσύνη, η γήρανση, το άγχος, οι συγγενείς ανωμαλίες ή η γενετική προδιάθεση. |
Λειτουργικότητα | Συνολικός όρος για τις σωματικές λειτουργίες, τις σωματικές δομές, τις δραστηριότητες και τη συμμετοχή. Υποδεικνύει τις θετικές πλευρές της αλληλεπίδρασης μεταξύ ενός ατόμου (με κάποια κατάσταση της υγείας του) και των παραγόντων πλαισίου του ατόμου αυτού (περιβαλλοντικοί και ατομικοί παράγοντες). |
Σωματικές λειτουργίες | Φυσιολογικές λειτουργίες των συστημάτων του σώματος (συμπεριλαμβανομένων των ψυχολογικών λειτουργιών και νοητικών λειτουργιών). |
Σωματικές δομές | Ανατομικά μέρη του σώματος, όπως τα όργανα, τα άκρα και τα συστατικά τους μέρη. |
Βλάβες | Προβλήματα στη λειτουργία ή δομή του σώματος, όπως μια σημαντική απόκλιση ή απώλεια. |
Δραστηριότητα | H εκτέλεση ενός έργου ή μιας πράξης από ένα άτομο. |
Συμμετοχή | Εμπλοκή σε μια κατάσταση ζωής. |
Περιορισμοί δραστηριότητας | Δυσκολίες που ένα άτομο μπορεί να έχει στην εκτέλεση των δραστηριοτήτων. |
Περιορισμοί στη Συμμετοχή | Προβλήματα που ένα άτομο μπορεί να βιώσει στην εμπλοκή του στις καταστάσεις ζωής. |
Εμπόδια/Φραγμοί | Παράγοντες του περιβάλλοντος ενός ατόμου, οι οποίοι, μέσω της απουσίας ή παρουσίας τους, περιορίζουν την λειτουργικότητα και δημιουργούν αναπηρία. Περιλαμβάνουν πλευρές όπως ένα φυσικό περιβάλλον που να μην είναι προσβάσιμο, την έλλειψη σχετικής υποστηρικτικής τεχνολογίας και την αρνητική στάση των ανθρώπων έναντι της αναπηρίας, καθώς και τις υπηρεσίες, τα συστήματα και τις πολιτικές, που είτε είναι ανύπαρκτες, είτε δυσχεραίνουν την εμπλοκή όλων των ατόμων με κάποια κατάσταση υγείας, σε όλους του τομείς της ζωής. |
Διευκολυντές | Οι παράγοντες του περιβάλλοντος ενός ατόμου, οι οποίοι, μέσω της παρουσίας τους, βελτιώνουν τη λειτουργικότητα και μειώνουν την αναπηρία. Περιλαμβάνουν πλευρές όπως ένα φυσικό περιβάλλον που να είναι προσβάσιμο, τη διαθεσιμότητα σχετικής βοηθητικής τεχνολογίας και τη θετική στάση των ανθρώπων έναντι της αναπηρίας, καθώς και τις υπηρεσίες, τα συστήματα και τις πολιτικές που στοχεύουν στην αύξηση της εμπλοκής όλων των ατόμων με κάποια κατάσταση υγείας, σε όλους τους τομείς της ζωής. Η απουσία ενός παράγοντα μπορεί επίσης να διευκολύνει, όπως για παράδειγμα η απουσία του στιγματισμού ή των αρνητικών στάσεων. Οι διευκολυντές μπορούν να εμποδίσουν μια βλάβη ή έναν περιορισμό δραστηριότητας να γίνει περιορισμός της συμμετοχής, διότι η πραγματική απόδοση μιας πράξης βελτιώνεται παρά το πρόβλημα ικανότητας του ατόμου. |
Παράγοντες πλαισίου | Οι παράγοντες οι οποίοι, στο σύνολο τους, αποτελούν το περιβάλλον της ζωής ενός ατόμου. |
Περιβαλλοντικοί Παράγοντες | Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες περιλαμβάνουν το φυσικό κόσμο και τα χαρακτηριστικά του, τον ανθρωπογενή κόσμο, τους άλλους ανθρώπους με διάφορες σχέσεις και ρόλους, την κοινωνική στάση και τις αξίες, τα κοινωνικά συστήματα και τις υπηρεσίες, καθώς και πολιτικές, κανόνες και νόμους. |
Ατομικοί Παράγοντες | Παράγοντες πλαισίου που σχετίζονται με το άτομο, όπως είναι η ηλικία, το φύλο, η κοινωνική θέση, οι εμπειρίες της ζωής κ.ο.κ., οι οποίοι δεν ταξινομούνται στην παρούσα έκδοση του ICF, οι χρήστες όμως μπορούν να τους συμπεριλαμβάνουν στις εφαρμογές της ταξινόμησης που χρησιμοποιούν. |
Υποστηρικτική Τεχνολογία | Οποιοδήποτε τμήμα εξοπλισμού, προϊόν, σύστημα, λογισμικό, ή υπηρεσία, ανεξάρτητα από το αν έχει αγοραστεί έτοιμο προς χρήση, είναι τροποποιημένο ή είναι προσαρμοσμένο, το οποίο χρησιμοποιείται για την αύξηση, τη συντήρηση ή τη βελτίωση των λειτουργικών ικανοτήτων των ΑμεΑ ή / και της συμμετοχής τους στις κύριες δραστηριότητες της ζωής. |